- δολιχός
- δολιχόςlongmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δολιχός — δολιχός, ή, όν (AM) 1. μακρύς, επιμήκης 2. αυτός που διαρκεί πολύ χρόνο, μακροχρόνιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος ΙΕ τ. με σημασία «μακρύς», που εμφανίζει δισύλλαβη ρίζα *doligh και συνδέεται τόσο με μονοσύλλαβα όσο και με δισύλλαβα μορφήματα άλλων γλωσσών … Dictionary of Greek
δόλιχος — the long course masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόλιχος — ο (AM δόλιχος) 1. αγώνισμα δρόμου αντοχής (περ. 5 χιλιομέτρων) 2. (για χρόνο ή ενέργεια) έκταση πέρα από το κανονικό 3. μέτρο μήκους ίσο με 12 στάδια 4. το φυτό σμίλαξ η κηπαία, αμπελοφάσουλο … Dictionary of Greek
δολιχά — δολιχός long neut nom/voc/acc pl δολιχά̱ , δολιχός long fem nom/voc/acc dual δολιχά̱ , δολιχός long fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολιχώτερον — δολιχός long adverbial comp δολιχός long masc acc comp sg δολιχός long neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολιχῶν — δολιχός long fem gen pl δολιχός long masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολιχόν — δολιχός long masc acc sg δολιχός long neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολιχώτατον — δολιχός long masc acc superl sg δολιχός long neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολιχαῖς — δολιχός long fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολιχαί — δολιχός long fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)